ισοδιαιτος

ισοδιαιτος
    ἰσοδίαιτος
    ἰσο-δίαιτος
    2
    ведущий одинаковый образ жизни
    

(πρός τινα Thuc.; τινι Luc.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "ισοδιαιτος" в других словарях:

  • ισοδίαιτος — ἰσοδίαιτος, ον (Α) αυτός που έχει την ίδια δίαιτα, την ίδια τροφή με τους άλλους, αυτός που ζει όπως και οι άλλοι («καὶ ἐς τὰ ἄλλα πρὸς τοὺς πολλοὺς οἰ τὰ μείζω κεκτημένοι ἰσοδίαιτοι μάλιστα κατέστησαν», Θουκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + δίαιτος… …   Dictionary of Greek

  • ἰσοδίαιτος — living on an equal footing masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσοδίαιτον — ἰσοδίαιτος living on an equal footing masc/fem acc sg ἰσοδίαιτος living on an equal footing neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσοδίαιτοι — ἰσοδίαιτος living on an equal footing masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»